- απόπεμπτος
- ἀπόπεμπτος, -ον (Α)1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόπεμπτος — dismissed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπεμπτον — ἀπόπεμπτος dismissed masc/fem acc sg ἀπόπεμπτος dismissed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπεμπτα — ἀπόπεμπτος dismissed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπεμπτοι — ἀπόπεμπτος dismissed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπεμπτικός — ἀποπεμπτικός, ή, όν (Α) [απόπεμπτος] 1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός 2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του … Dictionary of Greek